- πρωτόβαλτος
- η , ο1) впервые поставленный (куда-л.); 2) впервые надетый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωτόβαλτος — η, ο, Ν [πρωτοβάζω] αυτός που τοποθετείται κάπου για πρώτη φορά ή αυτός που φοριέται για πρώτη φορά («πρωτόβαλτο φουστάνι») … Dictionary of Greek
πρωτόβαλτος — η, ο αυτός που φοριέται για πρώτη φορά: Πρωτόβαλτη φορεσιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)